Για τον ¨κρίσιμο δείκτη που ίσως θέσει σε κίνδυνο την αντοχή του Συστήματος Υγείας”, την “ανάγκη να υπάρξει το συντομότερο η μέγιστη επάρκεια υλικού για το υγειονομικό προσωπικό” και τους λόγους για τους οποίους πρέπει “να ενεργοποιηθούν άμεσα γιατροί και νοσηλευτές από τις βαθμίδες της Πρωτοβάθμιας Φροντίδας”, μίλησε ο Ανδρέας Ξανθός, πρώην υπουργός Υγείας, γιατρός και βουλευτής του ΣΥΡΙΖΑ, στην εκπομπή της ΕΡΤ1 “Δέκα”, το βράδυ της Πέμπτης.
Αναλυτικά τα όσα είπε:
Για τον κίνδυνο να βγει εκτός ελέγχου η κατάσταση στη χώρα μας και ποιό είναι το κρίσιμο χρονικό σημείο:
“Είμαστε σε κρίσιμη φάση. Εχουμε κρούσματα σχεδόν σε όλα τα γεωγραφικά διαμερίσματα της χώρας . Νομίζω ότι ο κρίσιμος δείκτης είναι ο αριθμός των διασωληνωμενων. Έχει μεγάλη σημασία για την αντοχή του Συστήματος Υγείας, πόσο αυξάνεται καθημερινά ο αριθμός των περιστατικών που είναι διασωληνωμένα και χρειάζονται εντατική φροντίδα. Αυτή τη στιγμή ο αριθμός αυξάνεται αλλά όχι με τρόπο μη διαχειρίσιμο. Θα δούμε πως θα εξελιχθεί τις επόμενες 1-2 εβδομάδες.
Η αλήθεια είναι ότι τα περιοριστικά μέτρα στη χώρα μας πάρθηκαν αρκετά έγκαιρα και θα έχουν θετική επίδραση στη συγκράτηση αυτού του ρυθμού. Ελπίζουμε να μην υπάρξει γρήγορα μεγάλη αιχμή στην προσβολή ανθρώπων που χρειάζονται νοσηλεία στις ΜΕΘ γιατί αυτό θα θέσει σε κίνδυνο τις αντοχές του Συστήματος Υγείας”.
Για τις ελλείψεις υγειονομικού υλικού:
“Αυτή η εικόνα των σημαντικών ελλείψεων μας έρχεται με δραματικό τόνο από πολλά νοσοκομεία της χώρας και πολλοί νοσηλευτές αισθάνονται ότι δεν έχουν την αναγκαία ασφάλεια για να μπορέσουν να κάνουν αξιόπιστα τη δουλειά τους. Είναι τεράστιας σημασίας , θα έλεγα στις επόμενες ώρες, να υπάρξει η μέγιστη δυνατή επάρκεια αυτού του υλικού στα Δημόσια νοσοκομεία”
“Ένας άλλος ευαίσθητος δείκτης είναι το ποσοστό του υγειονομικού προσωπικού που έχει έρθει σε επαφή με τον ιό και έχει τεθεί εκτός μάχης. Προς το παρόν είναι ελεγχόμενο αλλά στη φάση που είμαστε επιβάλλεται η επιταχυνόμενη ενίσχυση προσωπικού με προσλήψεις.
Χρειάζεται ισχυρή βούληση από την Κυβέρνηση προκειμένου να ξεκαθαριστεί ότι θα γίνουν σε βάθος χρόνου μόνιμες προσλήψεις στο Σύστημα, έτσι ώστε οι άνθρωποι που καλούνται σήμερα ως συμβασιούχοι για να συνεισφέρουν και να βάλουν πλάτη στη διαχείριση της κρίσης , να έχουν μια ευκαιρία για μια σταθερή εργασία στο ΕΣΥ”.
Για το θέμα της Πρωτοβάθμιας Φροντίδας:
“Η μάχη δίνεται σε πολλά μέτωπα. Ένα απ΄ αυτά είναι το πεδίο της πρωτοβάθμιας φροντίδας. και το πεδίο της κατ οίκον φροντίδας. Πρέπει να οργανωθεί ένα δίκτυο παρέμβασης για ανθρώπους που έχουν σοβαρά χρόνια νοσήματα και στη κατάσταση που βρισκόμαστε, ίσως να μην παρακολουθούνται σωστά γιατί έχουν μείνει στο σπίτι. Εχουμε 4.000 ειδικευμένους γιατρούς στις βαθμίδες της Πρωτοβάθμιας Φροντίδας και αν προσανατολιστούν σωστά μπορούν να συνεισφέρουν σε εξαιρετικό βαθμό”.
“Τα Κέντρα Υγείας Αστικού Τύπου έχουν αρκετούς γιατρούς, νοσηλευτές, κοινωνικές λειτουργούς , έχουν ανθρώπους που μπορούν να παρέχουν υγειονομική φροντίδα. Πρέπει να οριστούν κάποια από αυτά, όσο γίνεται πιο γρήγορα, ως Πρωτοβάθμια Κέντρα Αναφοράς για τον κορωνοιό. Αυτό μπορεί να γίνει σε όλη την Ελλάδα, τουλάχιστον στα μεγάλα Αστικά Κέντρα”
Για τη μη επάρκεια σε διαγνωστικά τεστ και τη διαφορετική προσέγγιση που θα μπορούσε να επιλεγεί:
“Υπάρχει μια δυσκολία διεθνώς. Όμως είναι σημαντικό να έχουμε ένα επιδημιολογικό προφίλ του γενικού πληθυσμού. Να ξέρουμε αν υπάρχει και σε ποιό βαθμό η διασπορά στην Κοινότητα. Εχει σημασία να γίνεται το τεστ όσο είναι δυνατόν σε ευρύτερη κλίμακα. Αλλά η διαθεσιμότητα είναι περιορισμένη.
Μια διαφορετική προσέγγιση θα ήταν αν υπήρχε από την αρχή μια κεντρική διαχείριση, από το υπουργείο Υγείας, των αναγκών διαγνωστικού ελέγχου του κορωνοιού , να υπάρχουν ενιαίοι κανόνες , ενιαίες προδιαγραφές και ενιαία κριτήρια για το ποιός πρέπει να κάνει τεστ και ποιός όχι.
Όταν έχουμε πανδημία και οι δυνατότητες για τεστ είναι περιορισμένες πρέπει να ξέρουμε πόσα μπορούν να παράγουν τα δημόσια εργαστήρια και πόσα τα ιδιωτικά εργαστήρια σε καθημερινή βάση . Να υπήρχε μια κοινή δεξαμενή”